- κναφαλώδης
- κνᾰφᾰλώδης or [pref] γνᾰφ-, ες,A like
κνέφαλλον, φύλλα Dsc.3.32
, cf. Alex.Trall.1.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνέφαλλον, φύλλα Dsc.3.32
, cf. Alex.Trall.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κναφαλώδης — κναφαλώδης, ῶδες (Α) βλ. γναφαλώδης … Dictionary of Greek